- ἀπόρριψις
- ἀπόρριψιςthrowing offfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπορρίψει — ἀπόρριψις throwing off fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπορρίψεϊ , ἀπόρριψις throwing off fem dat sg (epic) ἀπόρριψις throwing off fem dat sg (attic ionic) ἀπορρί̱ψει , ἀπορρίπτω throw away aor subj act 3rd sg (epic) ἀπορρί̱ψει , ἀπορρίπτω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρίψεις — ἀπόρριψις throwing off fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόρριψις throwing off fem nom/acc pl (attic) ἀπορρί̱ψεις , ἀπορρίπτω throw away aor subj act 2nd sg (epic) ἀπορρί̱ψεις , ἀπορρίπτω throw away fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρίψιες — ἀπόρριψις throwing off fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρριψιν — ἀπόρριψις throwing off fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόρριψη — η (Α ἀπόρριψις) [απορρίπτω] νεοελλ. 1. άρνηση, αποδοκιμασία 2. (για μαθητές) η μη προαγωγή σε ανώτερη τάξη ή η μη εισαγωγή σε σχολείο ή σχολή αρχ. φρ. «ἀπόρριψις ἱματίων» το να βγάζει κανείς τα ρούχα του … Dictionary of Greek
ἀπορρίψεως — ἀπορρίψεω̆ς , ἀπόρριψις throwing off fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρίψῃ — ἀπορρίψηι , ἀπόρριψις throwing off fem dat sg (epic) ἀπορρί̱ψῃ , ἀπορρίπτω throw away aor subj mid 2nd sg ἀπορρί̱ψῃ , ἀπορρίπτω throw away aor subj act 3rd sg ἀπορρί̱ψῃ , ἀπορρίπτω throw away fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)